ασυνείδητος

ασυνείδητος
-η, -ο
επίρρ.
1. (για πρόσωπα), αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, ο πωρωμένος: Ως επαγγελματίας ήταν ασυνείδητος.
2. (για πράξεις), αυτός που δε γίνεται ευσυνείδητα, άδικος, κακοήθης: Σε μερικά βιοτεχνικά εργαστήρια γίνεται ασυνείδητη εκμετάλλευση των ανηλίκων.
3. αυτός που γίνεται χωρίς επίγνωση, ασυναίσθητα: Ασυνείδητα είχε αρχίσει να φωνάζει.
4. το ουδ. ως ουσ., το ασυνείδητο η έξω από τη συνείδηση περιοχή του εγώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀσυνείδητος — not privy to masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυνείδητος — η, ο (AM ἀσυνείδητος, ον) το ουδ. ως ουσ. ασυνείδητο, το (AM ἀσυνείδητον) η έλλειψη συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει κανείς τι κάνει νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες,… …   Dictionary of Greek

  • ἀσυνειδήτως — ἀσυνείδητος not privy to adverbial ἀσυνείδητος not privy to masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνείδητον — ἀσυνείδητος not privy to masc/fem acc sg ἀσυνείδητος not privy to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνειδήτου — ἀσυνείδητος not privy to masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνειδήτους — ἀσυνείδητος not privy to masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνείδητε — ἀσυνείδητος not privy to masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωρώνω — πωρῶ, όω, ΝΑ [πῶρος] 1. μεταβάλλω κάτι σε πώρο, απολιθώνω 2. συγκολλώ και θεραπεύω κάταγμα ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. (συν. το παθ.) πωρώνομαι και πωροῡμαι, όομαι μτφ. γίνομαι ηθικά αναίσθητος, ασυνείδητος 4. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • ραδιούργος — α, ο / ῥᾳδιουργός, όν, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ραδιουργεί, δολοπλόκος, μηχανορράφος νεοελλ. (για ηθοποιό) αυτός που έχει ειδικευθεί στην απόδοση ρόλων μοχθηρών και ύπουλων προσώπων αρχ. 1. αυτός που κάνει κάτι με ευκολία, χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • αδροπετσιάζω — [αδρόπετσος] (στην Κρήτη) 1. γίνομαι τραχύς στην επιδερμίδα, χοντροπετσιάζω 2. γίνομαι ασυνείδητος, αφιλότιμος, αναίσθητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”